- λυμεωνεύομαι
- λῡμ-εωνεύομαι,A play or act the λυμεών, Plb.5.5.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυμεωνεύομαι — (Α) [λυμεών] έχω τη διάθεση να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῡτα καὶ τὰ τοιαῡτα συνεβούλευον», Πολ.) … Dictionary of Greek
λυμεωνευόμενοι — λυμεωνεύομαι play pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)